κατόμνυται

κατόμνυται
κατόμνυμι
confirm by oath
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατόμνυμι — (ΑΜ) διαβεβαιώ ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», Ευρ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, εκφέρω όρκο 3. μέσ. κατόμνυμαι κατηγορώ κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”